- σομακί
- τό1) мрамор с красными и зелёными прожилками; 2) мраморная отделка (двери, стены)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σομακί — και σουμακί, το, Ν πολύχρωμο δάπεδο ή πολύχρωμο περίζωμα τοίχου από μάρμαρο ή άλλο υλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. somaki] … Dictionary of Greek